-
1 γάλλια
γάλλια· ἔντερα, Hsch. -
2 γάλλια
Grammatical information: n. pl.Meaning: ἔντερα H.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Perhaps with Lidén KZ 61, 22f. as *Ϝάλλια from *Ϝάλνια to εἰλύω `wind, turn etc.'; cf. ONo. vil n., dat. pl. - jum `viscera', IE *u̯el-i̯o-. On the development cf. Lesb. Thess. στάλλα from *στάλνᾱ.Page in Frisk: 1,286Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γάλλια
-
3 κόλον
Grammatical information: n.Meaning: `large intestine, ileum' (Ar. Eq. 455, Arist., Nic., Poll.); name of food preserved in a pot ( PSI 5, 535, 39; 46, IIIa), after Ath. 6, 262a = ἡ τροφή.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: No convincing explanation. Bq points with hesitation to κυλλός `curbed', κελλόν στρεβλόν H. Others (Hoffmann BB 15, 47, Wood ClassPhil. 21, 341ff., Lidén KZ 61, 23) connect καλίδια ἔντερα. Κύπριοι H. (s. v.). Late Greek had the form κῶλον, through influence of κῶλον `member'. Fur. 131 connects χοάς `intestines', further χόλικες, γόλα ἔντερα. Μακεδόνες ( γόδα codd.), γάλλια ἔντερα, γάλλος = χόλιξ; none really convincing.Page in Frisk: 1,902Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κόλον
-
4 καλίδια
Grammatical information: n. pl.?Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: By Lidén KZ 61, 23ff. connected with Arm. k` aɫird `intestines (of animals)' (with -rd after leard `liver') and Lit. skil̃vis ` stomach'. Fur.116 compares γάλλια ἔντερα H. and considers the word as Pre-Greek.Page in Frisk: 1,764Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > καλίδια
См. также в других словарях:
αλλαντικά — Προϊόντα, κυρίως από χοιρινό κρέας, που παρασκευάζονται με αλάτισμα (χοιρομέρι, σπάλα χοιρινή κλπ.) ή με κρέας ψιλοκομμένο και συντηρημένο μέσα σε περιβλήματα (σαλάμια, λουκάνικα κλπ.). To αλάτισμα, ως τρόπος συντήρησης των ωμών κρεάτων,… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
αλάτι — Όρος με τον οποίο στην καθομιλουμένη υποδηλώνεται το χλωριούχο νάτριο (NaCl), που χρησιμοποιείται ευρύτατα στη μαγειρική. Στη φύση υπάρχει στο θαλασσινό νερό (από το οποίο εξάγεται με εξάτμιση στις αλυκές) και σε γεωλογικά κοιτάσματα (ορυκτό… … Dictionary of Greek
Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… … Dictionary of Greek